- νεκυάμβατος
- νεκυ-άμ-βατος, von den Toten bestiegen, betreten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νεκυάμβατος — νεκυάμβατος, ον (Α) (για το πλοίο τού Χάρωνος) αυτός στον οποίο επιβαίνουν νεκροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀμβατός (< ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί», πρβλ. αν άμβατος, πετρ άμβατος] … Dictionary of Greek
νεκυάμβατον — νεκυάμβατος embarked in by the dead masc/fem acc sg νεκυάμβατος embarked in by the dead neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek